ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΩΝ

που φιλοξενήθηκαν στη Λέσχη μας


"Αλήθεια, είπε ο Θεός να μη φάτε από κανένα δέντρο του κήπου;" άκουσα μια φωνή. Δεν ήταν στ' αλήθεια φωνή ούτε αυτά ήταν στ' αλήθεια τα λόγια του. Δεν ήταν τίποτα απ' όσα εσύ, αγαπημένε μου, είχες ήδη ονοματίσει. Μόνο ένα σούρσιμο στα φύλλα, ράγισμα θαρρείς μέσα στη γη που βάθαινε. Στάθηκα ασάλευτη. Δεν έμοιαζε με τα σίγουρα βήματα του Θεού ούτε με κελάηδισμα ούτε με θρόισμα που ξεθύμαινε· ήταν ένας χείμαρρος. Κάτω από τα πόδια μου χείμαρρος, ρεύμα που ξεσήκωνε το χώμα, ένας υπόγειος περιπλανώμενος θίασος πλασμάτων χωρίς ονόματα. Μουσική."

Νάσια Διονυσίου, Περιττή Ομορφιά, Εκδόσεις Ροδακιό


Ἔφτασε στὴν καμπὴ καὶ στάθηκε. Ἡ σακούλα εἶχε ἀλλάξει μορφή − τώρα ἦταν ἄνθρωπος κρεμασμένος σ' ἐκεῖνον τὸν κλῶνο. Ἡ μορφὴ τοῦ κρεμασμένου ἦταν ἕνας ἀπὸ κείνους τοὺς κρυψῶνες ὅπου εἶχε καταφύγει ἡ νύχτα κατατροπωμένη ἀπ' τὴ μέρα, ὅμως ὁ Ἠλίας τὸν ἀναγνώρισε ἀπὸ τὸ σουλούπι του. Μὲ ξένα βήματα πλησίασε τὸν Νασιομέτσιο∙ μὲ ξένο χέρι τὸν ἄγγιξε καὶ τὸ κορμὶ ταλαντώθηκε. Οἱ μπότες του ἦταν λασπωμένες, ὅμως τὰ κορδόνια ἦταν δεμένα προσεχτικά∙ τὸ κορδόνι κάθε μπότας ἦταν περασμένο ἴσα ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη μεριά. Ὁ Ἠλίας δὲν ἔνιωθε οὔτε φρίκη οὔτε τρόμο. Βαθιὰ θλίψη τὸν εἶχε καταλάβει. Ἡ θλίψη ἦταν σὰν τὴν παγωνιά, τὸν τρυποῦσε ὣς τὸ μεδούλι. Πρόσεξε κάτι κάτω∙ ἔσκυψε καὶ τὸ μάζεψε. Ἦταν ἕνα κουμπί. Τό 'βαλε στὴν τσέπη του κι ἔπειτα κατηφόρισε πρὸς τὸ χωριὸ γιὰ νὰ εἰδοποιήσει.

Το δέντρο του Ιούδα, Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Κίχλη


«Έλα Σίριλ, εδώ είναι η θέση σου» είπε ο Νάαρντ. «Το πιστεύω» ψιθύρισα και εισήλθα εκ νέου στα φολιδοφόρα του ύδατα. Όταν άρχισε να με περικυκλώνει ο Νάαρντ και πήρε μπρος η φρικτή περιδίνηση, αυτή που με έκανε να περιστρέφομαι γύρω από τον άξονά μου και συγχρόνως να βυθίζομαι μες σε λιπαρά εντόσθια, θυμάμαι καλά πως δεν ήθελα να πεθάνω, ωστόσο ήξερα πως κάποτε θα πέθαινα κι αυτός ήταν ένας πρόωρος μα πρωτότυπος θάνατος, άξιζε να τον ζήσει κανείς, κι ό,τι αξίζει βρίσκεται ένας θαυμαστός τρόπος για να διαρκέσει, έρχεται κάποτε στην επιφάνεια ακόμα κι αν σχηματίζεται στον βυθό, επωάζεται στη ζωή τού ενός και σκάει στη μνήμη ενός άλλου υπό μορφή ονείρου...».

Μαίρη Σταθοπούλου, Προϊστορίες, Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος


"...έχει ξημερώσει, κοίτα να δεις, την καλύτερη ώρα ξύπνησα, έχει αυτόν τον ήλιο τον όμορφο, τον διακριτικό, έτσι είναι ο ήλιος το ξημέρωμα, διακριτικός, ευγενικός, γι' αυτό δίνει αυτό το υπέροχο φως, σαν τους ανθρώπους είναι κι ο ήλιος, βγαίνει δειλά δειλά με ένα ίσως, με ένα τεράστιο μάλλον στο κεφάλι του, γεμάτος απορίες, αναρωτιέται, λες να μην πρέπει να βγω; μήπως κάνω λάθος; μετά, όταν βλέπει ότι τον δέχονται με χαρά και τον καλωσορίζουν αρχίζει να παίρνει τα πάνω του και γίνεται όλο και ζωηρότερος, σιγά σιγά γεμίζει με έπαρση μέχρι που το μεσημέρι, γύρω στις τέσσερις, φτάνει στο αποκορύφωμα της χυδαιότητάς του, μας τρίβει στη μούρη τη δύναμή του, μας δείχνει ποιος είναι το αφεντικό, εξαντλεί κάθε στάλα υπομονής, και όταν βλέπει ότι έχουμε πια αγανακτήσει και είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε μπαϊράκι, φοβάται και αρχίζει να μαζεύεται, ξαναγίνεται διακριτικός, γεμίζει με ευγένεια και σιγά σιγά αποσύρεται περιμένοντας την επόμενη φορά που θα ξαναχτυπήσει, έτσι δεν είμαστε κι εμείς; τα ίδια δεν κάνουμε;"

χόλι μάουντεν, νίκος βεργέτης, Εκδόσεις κέλευθος


Έτσι σε βρήκε η γειτόνισσα το πρωί. Ήρθε καταχαρούµενη να σου πει τα νέα. Σωθήκαµε, σου φώναξε. Σωθήκαµε. Ήρθε η µάνα µας να µας σώσει. Ήρθε η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. "Τι κάνεις εκεί µε τα σύκα;" "Σκάσανε όλα" της είπες. "Ανοίγουνε τα συκαλάκια µου τον Ιούλιο, τα µελένια µου τα σύκα που ζηλεύει όλη η γειτονιά. Σκάνε και πέφτουνε στην αυλή. Δεν θα έχουµε σύκα να τρώµε τον Αύγουστο" είπες και βούρκωσες. Άφησες µετά τη γειτόνισσα στην αυλή και έτρεξες να ξυπνήσεις τον γιο σου. "Μάνα, τι γίνεται;" σου φώναξε. "Ήρθε" του είπες "η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. Και εµάς µας αρρώστησε η συκιά µας. Δεν θα έχουµε κάτι να την τρατάρουµε. Δεν θα µπορέσουµε τον Αύγουστο να τρώµε σύκα

Η Αϊσέ πάει διακοπές, Κωνσταντίνα Σωτηρίου, Εκδόσεις Πατάκη


«Φυσικά γνώριζα πως αυτός ο τρόπος ζωής δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. κάποιος, κάτι, κάποτε, θα με ανάγκαζε να ξεβολευτώ. Μέχρι τότε όμως, κανείς δεν με υποχρέωνε να διαλύσω το ιδιωτικό μου σύμπαν - όσο μπορούσα να το αποφύγω, θα το απέφευγα».

Μια χαρά, Χρήστος Κυθρεώτης, Εκδόσεις Πατάκη


«Ο Άκης γυρίζει σπίτι, κλείνεται στο δωμάτιό του και στρώνεται στη δουλειά. Στη σελίδα 37 συναντά μια ολόσωμη φωτογραφία με τη λεζάντα: "Κάντυ, το σέξι κορίτσι από την Ολλανδία". O Άκης χαζεύει τους αυτοκινητόδρομους του κορμιού της. [...] Η εικοσιδυάχρονη Κάντυ απ' το Άμστερνταμ καταβρέχεται. Μουλιάζει με μια ελαφρά αίσθηση δροσιάς (σαν το νοτισμένο χορτάρι το πρωί), κάθε φορά που ένας θαυμαστής της χύνει πάνω στη σελίδα της. Η σελίδα παραμορφώνεται, κυρτώνει - "κριτσανίζει", όπως θα έλεγε και η μητέρα του Άκη. Παραμορφώνεται και παίρνει νέες, απρόσμενες στάσεις, όπως ήταν αυτές που ο φωτογράφος παρότρυνε την Κάντυ να πάρει. Άλλα σημεία της ανατομίας της Κάντυ διαστέλλονται και φουσκώνουν, άλλα μαραίνονται και ζαρώνουν, σ' άλλα δημιουργούνται νέες τρύπες, πρωτόφαντες ερωτογενείς οπές που χάσκουν. Η ιλουστρασιόν Κάντυ σφαδάζει. Οι παραμορφώσεις στη σελίδα απ' το σπέρμα του Άκη είναι τυχαίες, απρόβλεπτες, δε μεγεθύνονται και δε ζαρώνουν πάντα τα σωστά μέρη του σώματος. Δεν υπερτονίζονται ούτε αποσιωπώνται σε σκιές τα πλέον κατάλληλα. Οι ριπές του σπέρματος είναι αμείλικτες στην τυχαιότητά τους. Το σπέρμα καταβρέχει όπου, όποτε, όσο θέλει. Ο Άκης ντροπιασμένος σκίζει τη μελανιασμένη -αλλά και ασπρισμένη απ' το σπέρμα του- σελίδα και τη πετάει κρυφά στα σκουπίδια, σ' έναν κάδο δεκατέσσερα τετράγωνα απ' το σπίτι του».

Κωνσταντίνος Τζήκας, Κομμένα, Εκδόσεις Νεφέλη


Έτσι ακριβώς σε σκέφτομαι: κατακερματισμένη. Δεκάδες φωτογραφικά καρέ, πού πριν ξαπλώσω τ' αραδιάζω ευλαβικά στο μαξιλάρι. Εδώ ακουμπώ το χέρι σου, δίπλα το χρώμα των ματιών σου, κάτω απ' το στόμα μου τα χείλη σου και στην κορφή-κομμάτια-την κοιλιά σου. Για μυρωδιά, καμιά φορά, γδέρνω ένα πορτοκάλι. Γυρίζω το κορμί μου ανάσκελα, στάζω ξινό χυμό στα μάτια και-σαν Ηλέκτρα στο Άργος που ανθεί-θρηνώ κι αποκοιμιέμαι.

Ούρσουλα Φωσκόλου, ΤΟ ΚΗΤΟΣ, Εκδόσεις Κίχλη


Δυο φορές με γέλασες, τρίτη χαρά δεν θα' χεις. Μ' άκου καλά τι θα σου πω και τι θα παραγγείλω. Της χήρας πιάνει η ευχή, μα γω' μαι διπλοχήρα κι ό,τι κι αν πω το σέβονται κι ο Θεός και οι διαβόλοι. Το δώρο αν δεν έλαβα, το δώρο αν δεν παίρνω, μήτε κι εσένα τούτη η γης νεκρούς να σε φιλέψει, μον' ξυπνητούς κι απέθαντους στα σπλάχνα να τους κρύβει.
Κι όσους οι χήρες χάνουνε, τόσους κι εσύ να χάνεις και όσους οι μάνες κι οι αδερφοί, τόσους κι ο Κάτω Κόσμος. Ούτε του Χάροντα χαρά ούτε και των ανθρώπων. Γιατί όταν ήσουν νηστικός τον άντρα μ' έδωκά σου κι όταν νεράκι πόθησες σε πότισα στις χούφτες. Μα συ' σαι σαν την μαύρη οχιά, σαν το κακό το φίδι, στον κόρφο ξεμαργώνεις το και ύστερα σε δαγκάνει. Πέφτουν του Χάρου τ΄ άρματα από της νιας την τόλμη, αυτού που κάτω σώριαζε τρανούς και αντρειωμένους κι ουδέ ποτέ τον τρόμαξαν του κόσμου οι φοβέρες. Χωρίς μιλιά, χωρίς λιαλιά, πλάτη γυρνάει στη χήρα, τους ώμους ρίχνει χαμηλά, στην κεφαλή το στήθος. Πάει, βρίσκει τον μαύρο του, τον καβαλά και λέει:
-Γρίβα, ταχιά να φύγουμε, Γρίβα, ταχιά να πάμε. Τούτο το χώμα' ναι ντροπή και τούτη η γης κατάρα και οι άνθρωποι που την πατούν και στ' άγια αντάρτες.

Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γκιακ, Εδόσεις Αντίποδες


Μάτια φωτογραφική μηχανή: Τα γκαρσόνια της παραθαλάσσιας ταβέρνας κάθονται ακουμπώντας τα ξυπόλητα πόδια πάνω στα παπούτσια τους. Καπνίζουν κι αστειεύονται μεταξύ τους. Ένα ιδιωτικό γκέτο.

Τριζόνια, και μια χιλιοπαιγμένη κασέτα που φτάνει στο τέλος της.

Από το μικρό παράθυρο της κουζίνας φαίνεται το κεφάλι μιας μεσόκοπης γυναίκας -η μητέρα του ιδιοκτήτη;- τα γυαλιά της θολωμένα απ' το ζεστό νερό. Χωρίς να παίρνει ποτέ το βλέμμα της από το νεροχύτη, ξέρει ανά πάσα στιγμή τι γίνεται στην ταβέρνα. Όπως η μάνα του μαφιόζου.

Μαρία Φακίνου, Ανατομία Κόρης, Εκδόσεις Αντίποδες


Είμαι το καταστροφικό σπέρμα.

Αλλά είμαι το μετέωρο πουγκί της ελπίδας.

Κι είμαι η τέλεια εκδήλωση του χάους.

Η αναστρέψιμη προς τον θάνατο πορεία της ζωής.

Ο νέος σας κόσμος.

Είμαι.

Χώματα, Δημήτρης Τανούδης, Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ


Σαν δυο Σίσυφοι καταδικασμένοι να κάνουν έρωτα, σκαρφαλωμένοι στην ανηφορική πλαγιά, χωρίς να μπορούν να αφήσουν για λίγο το φορτίο τους. Αυτή ήταν λοιπόν η ουσία της πανάρχαιης αυτής πράξης Απαιτούσε να μη βγάλεις ούτε στιγμή την πανοπλία σου μήπως και συντριβείς.

Έλενα Μαρούτσου, Χυδαίες Ορχιδέες, Εκδόσεις Κίχλη


Η μητέρα δεν γεννήθηκε, υπήρχε από πάντα.

Κρατά τον λόγο ενέχυρο για αδιαίρετο λογαριασμό της.

Όμως δεν θέλει να γίνει κείμενο, θέλει να είναι γλώσσα.

Και εμείς τα ποιήματα του μόνου λόγου της,

Οι Ποιητές των άγραφων Γραφών της.

Βασίλης Αμανατίδης, μ_otherpoem, Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ


[...] η Σούζαν σηκώνεται και παίρνει τα σπασμένα κομμάτια από τα χέρια της Μίνι και τα πετά στο καλάθι των αχρήστων, γιατί δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε την υπομονή ούτε το κουράγιο για περαιτέρω συναισθηματικούς παροξυσμούς, το βάζο έχει σπάσει και η θέση του είναι στα σκουπίδια [...]

Δενδρίτες. Κάλλια Παπαδάκη, Εκδόσεις Πόλις


«Μισό αιώνα μετρώ που γίνομαι ολόγραμμα και βλέπω τις σχισμές της γης να χάσκουν σα στόματα μπροστά μου, αισθάνομαι να τρυπώνω σιγά σιγά μέσα σ' αυτές και να χάνομαι σε διαύλους και στοές μυστικές κάτω από τη γη, να είμαι παντού και πουθενά, να γίνομαι ένα με την ύλη των ψυχών, να είμαι νεκρός κι εγώ ανάμεσα σε άλλους νεκρούς, να κοιμόμαστε όλοι μαζί τον ύπνο του ανεξύπνητου. Κι όποιος νομίζει πως κοιμόμαστε και λιώνουμε ήσυχα ήσυχα στο χώμα κάνει λάθος. Μισό αιώνα μετρώ που. Ή μήπως δεν;»

Μαρία Μαραγκουδάκη, Μηδενική γωνία, Εκδόσεις Εύμαρος


Πώς να ζήσω τώρα; Η πανταχού παρούσα αδιαφορία σου με συνθλίβει. Σ' αγαπούσα, πίστευα στην ανεξάντλητη καλοσύνη σου. Υπήρξα αθώος σαν αρνί που βόσκει αμέριμνο πριν από τη θυσία. Αν ήσουν παντογνώστης, θα ήξερες ότι η οδύνη είναι χειρότερη καταδίκη κι απ' τον θάνατο. Αν ήσουν σοφός, δεν θα τιμωρούσες αιώνια τους νικημένους. Αν ήσουν ελεήμων, θα συγχωρούσες τις αδυναμίες μας. Είσαι κι εσύ αδύναμος, εξαρτημένος από την υποταγή μας. 

Λιτανεία του χρόνου, Μελανία Δαμιανού, Εκδόσεις Κίχλη


«Τότε γύρισα το κεφάλι μου και είδα μια μαύρη σκιά να στέκεται από πάνω μου. Τρόμαξα, σηκώθηκα απότομα, έκανα δυο βήματα προς τα πίσω και παραλίγο να γλιστρήσω στον γκρεμό. Νόμιζα πως έβλεπα φάντασμα. Είχα παγώσει. Δεν κουνούσα ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι· μόνο όταν τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι, κατάλαβα πως αυτό που στεκόταν απέναντί μου ήταν ένα ζωντανό: ένα κατσίκι. Όχι όμως σαν αυτό που είχε ο κυρ Γιώργος στο μαντρί του, ήταν αλλιώτικο αυτό, τα πόδια του ήταν πολύ ψηλά, το τρίχωμά του κατάμαυρο και τα κέρατά του τεράστια. Ήμουν σίγουρος πως ήταν αυτό το αγριοκάτσικο που όλοι έλεγαν ότι ζούσε στην ανατολική πλευρά του νησιού. Ο Αίγαγρος, έτσι τον έλεγαν, και είχα ακούσει πως ήταν πολύ επικίνδυνο πλάσμα.»

Αίγαγρος, Διονύσης Τεμπονέρας, Εκδόσεις Θίνες


Όμως σαν να μην απευθύνεται στον εαυτό της, γιατί βαθιά μέσα της γνωρίζει το παιδί της αλλά δε θέλει να παραδεχτεί ότι το ξέρει και τ' αφήνει πιο κάτω, γιατί υπάρχει και ένα παρακάτω κι ένα παραπίσω απ' όσα λέμε καθημερινά και γράφουμε στα τετράδια. 

Καινούργια πόλη, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Εκδόσεις Πατάκη


Δεν έπρεπε να βγάλω τα ζιζάνια-

χάσαμε όλο μας το στάχυ.

Τώρα, στις εποχές της στέρησης,

να τι μου σώθηκε:

Το άδειο μας χωράφι,

στη μέση ξόανο εγώ

να ναυαγώ

πουλιά νεκρόφερτα

μαμούνια αιμόφυρτα

και γύρω γύρω

λίγες μνήμες των καρπών.

Ιστορίες απ΄ όλον τον κόσμο μου, Παυλίνα Μάρβιν, Εκδόσεις Κίχλη


Το ποίημα της μαμάς

Η μαμά μου ξέρει να ξεχωρίζει

τα φύλλα των δυόσμων

από των μαϊντανών

είναι όμορφη

σαν την Ωραία

Κοιμωμένη των Αγράφων

είναι πικρή σαν καρύδι

αγκαθερή σαν κάστανο

και θρεπτική σαν αστέρι της αυγής

γκρεμίζει το σπίτι και μετά το ξαναφτιάχνει

γιατί είναι ο Μέγας Συγυριστής

στη θέση της καρδιάς της έχει έναν καταψύκτη

που η κοιλιά του δεν γουργουρίζει ποτέ.

Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια, Δανάη Σιώζου,Εκδόσεις Αντίποδες


Σήμερα το χωριό έχει σχεδόν ερημώσει. Οι νέοι φεύγουν για τις πόλεις όπου έχει, όπως λένε, νύφες με ουρές σαν παραδείσιων πουλιών. Η Κοινότητα είναι πλέον ανοιχτή μόνο δύο μέρες την εβδομάδα, Τρίτες και Πέμπτες. Ο χάρτης είναι ακόμη εκεί, αν και κανείς δεν ζητάει πια να τον δει. Ο μοναδικός θάνατος που σημειώθηκε πάνω του μόλις που διακρίνεται σε μια γωνία του. Οι άνθρωποι στο χωριό συνεχίζουν να έρχονται και να φεύγουν, αλλά ο χάρτης παραμένει ακριβής, αφού δεν χαρτογραφεί τις ζωές των ανθρώπων παρά μόνο τα ίχνη τους -τα σπίτια, τους φράχτες, τις στέρνες, τους δρόμους- καθώς κι έναν θάνατο, κάτι που δεν θα αλλάξει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Με το πέρασμα των χρόνων κάποια σπίτια θα γείρουν, και μετά, σαν γέροι άνθρωποι, θα μπουν μέσα στη γη.

Τελευταία Προειδοποίηση, Παναγιώτης Κεχαγιάς,Εκδόσεις Αντίποδες


" Όμως υπάρχουν δύο δρόμοι. Το ξέρεις καλά. Ένας ανάμεσά τους και ακόμα ένας, μακριά τους. Εσύ που φεύγεις μακριά πρέπει να τους σφίγγεις, να σε κρατούν, γιατί το ξέρεις καλά πως τους έχεις ανάγκη. Σε αυτόν ή στον άλλο δρόμο, δεν έχει σημασία. Αρκεί που θα είσαι μαζί τους. Και όταν σε βλέπουν, να δείχνεις ο ίδιος, γιατί, αλλιώς, το ξέρεις καλά: Τους τρομάζεις. "

Μυθιστόρημα - Θωμάς Συμεωνίδης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης


«Άδικα περιμένουμε στο παγκάκι. Άλλωστε, ο χώρος του λιγοστός. Μόνη μας ελπίδα οι αβάπτιστοι δρόμοι»

.... «Τις στολές μας φορέσαμε να χτίσουμε σε απάτητο πύργο. Εδώ να κλείσουμε το παρόν».

Ελένη Χριστοπούλου, Παιδικοχαρίτες. Εκδόσεις RedMarks


Κοί­ταξε λίγο τις φωτογραφίες, ασπρόμαυρες από κάτι εργάτες κουρελήδες του πενήντα. Και οι επιγραφές όλο για αρρώστιες, φτώχεια, απεργίες, πασχαλινά γλέντια μέσα στο εργοστάσιο. Γραφικότητες. Αυτοί στις μέρες του φοράγανε μπλε ολόσωμη φόρμα, χτυπάγαν κάρτα και είχαν τα μικρά τα bobcat να φορτώνουνε τα βαγόνια. Ήταν καμιά τριανταριά στρέμματα όλη η μονάδα, καμιά εικοσαριά κτίρια και αεριοφυλάκια, και τους είχανε χώσει πέντε φωτογραφίες στο πατάρι.

Αυτόματα, Κώστας Περούλης, Εκδόσεις Αντίποδες


Στοιχηματίζω σ' ένα θεό πατέρα παντοκράτορα. Έτσι είπε. Ήταν πίσω απ' τα σύρματα, δεν μιλούσε ελληνικά, κανείς δεν γνώρισε τις λέξεις που βγήκαν απ' το στόμα του. Μόνο το νόημα τους ήταν εκ προοιμίου γνωστό. Το φώναξε το πρόσωπο του ξένου. Ίδιο θεού.

Διαδοχικές Ασυνέχειες, Γιώτα Τεμπρίδου,Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες


Δυσανάλογα

Ήρθαμε κοντά- κοντά

για την φωτογραφία

Θέλαμε κάτι

να δείχνει αθάνατο

Κρατώντας τα προσχήματα

δεν αγκαλίαζουμε

Σχισμή από δύο

η θάλασσα πίσω

υδράργυρος, Νίκος Φιλντίστη, Εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ


Όλα με σπρώχνουν στο τώρα. Και το αύριο μαζί σου θα είναι πάλι ένα τώρα. Αναγκαστικά θα είναι και λίγο χθες, αλλά θα ήθελα να γλιτώσουμε από τη νοσταλγία. Ή μήπως δεν χρειάζεται; Έχει παραγίνει το κακό με τον διασυρμό της νοσταλγίας. Μήπως τελικά η νοσταλγία δεν είναι πρόβλημα; Για να είμαι ειλικρινής, εγώ ήδη νοσταλγώ το μέλλον όπου θα νοσταλγούμε το παρελθόν, το οποίο δεν είναι άλλο από το σήμερα.

Μαρία Γιαγιάννου, Μπαλαντέρ : Μία ερωτική εξτραβαγκάτσα,Εκδόσεις Μελάνι


" Θα δεις κάποιους να τρέχουν βιαστικά πίσω στα σπίτια. Είναι οι άνθρωποι με τον δάνειο χρόνο. Την ώρα αυτή θυμούνται πως αύριο το πρωί θα πρέπει να τρέξουν στα ληξιαρχεία. Να αλλάξουνε όνομα και επίθετο, να αφαιρέσουν χειρουργικά τα αποτυπώματα τους ψηλαφώντας ανώνυμη αφή. "

Άλμπα, Θωμάς Τσαλαπάτη, Εκδόσεις ΕΚΑΤΗ


«Όσο και να απορροφηθείς από το σκάνδαλο μιας χώρας υπό διαρκή σωτηρία και μόνιμη κατάρρευση, δεν γίνεται να ξεχάσεις το βασικό, καθημερινό σκάνδαλο που εκτυλίσσεται παράλληλα: τον μόνο εαυτό σου, παραδομένον στην αγιάτρευτη ανάγκη για έρωτα μέσα στη φαντασμαγορία της άνοιξης»... «Αφού και αυτή η Άνοιξη περαστική είναι».

Θάνος Κάππας, Πικρούτσικα, Εκδόσεις Εστία


Επιμένω, είναι υπαίτιο για τα πάντα το στομάχι. Το όργανο αυτό που κατάφερε να μας ελέγξει όλους. Και δεν το έκανε με τα φρούτα. Όχι. Αυτό ήταν το μικρότερο δέλεαρ. Το αρχικό. Σιγά μην το αρκούσαν τα εντυπωσιακά φρούτα από εξωτικές νήσους κι από τις κατακτήσεις των χωριών στα απόμακρα βουνά. Όχι με τα φρούτα. Το στομάχι αυτό δεν ήθελε τέτοια. Ήθελε κρέας. Ψωμί. Εκλιπαρούσε για λίπος, φώναζε για πρωτεΐνη και ασβέστιο. Ικέτευε για γάλα. Έτσι είχε τον έλεγχο του εγκεφάλου, τον καθοδηγούσε τι να κάνει, του έλεγε ποιους να σκοτώσει και σε ποιους να χαριστεί. Με την πείνα. Το γουργουρητό. Το ακαταμάχητο γουργουρητό. Με το τάισμα.


Χρήστος Τσιαήλης, Ψωμί, Εκδόσεις Γκοβόστη

«Την μάνα μου την έχασα πριν από δέκα χρόνια.
Θυμάμαι πολύ έντονα τη μέρα που πέθανε. Δεν ήμουν εκεί. Πονούσε και δεν την έπιαναν τα παυσίπονα. Πετάχτηκα στο φαρμακείο να της πάρω καινούργια, πιο δυνατά. Όταν γύρισα, είδα τον πατέρα μου. Στεκόταν στο κατώφλι και δεν μπορούσα να περάσω μέσα.
Από τότε πέρασαν δέκα χρόνια, όπως είπα. Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Με βοηθούσε να ξεχνώ. Αλλά μάλλον ξέχασα περισσότερα απ' όσα ήθελα. Δηλαδή απ' όσα έπρεπε. Ξυπνούσα κάθε πρωί και πήγαινα στη δουλειά. Δεν ρωτούσα, δεν μιλούσα, δεν σκεφτόμουν. Απέφευγα τις συζητήσεις και τους φίλους. Απέφευγα τους συναδέλφους. Απέφευγα ακόμα και τον πατέρα μου.»

Πάνος Τσίρος, Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης και Μικρή Άρκτος


Εδώ ό,τι κρεμάται δεν ξεκρεμάται. Καπνά, σεντόνια, πιπεριές. Μα πιο πολύ τα σκόρδα. Να ζίχουν το σκιάδι, όταν γυρνά το νυφικό να πάρει. Επτά μοιράστηκαν την παρθενιά στα δεκαεπτά της χρόνια. Ανάποδα την κρέμασαν το τζάκι ν' αναπνέει. Δε βλάστησε στην οροφή ούτε στ' αγελασκέρι. Λαθέψανε στο όνομα κι αντί για τη Μερόπη, λερώσαν ξένη νυχτικιά, ξένη μοναχοκόρη.

Δραμάιλο, Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Εκδόσεις Αντίποδες


Γιατί μου επιτρέπω σε κλειστές σοφίτες
να φαντάζομαι σιλουέτες που χορεύουν;
Φορούν άρωμα απ' τους τοίχους,
μόνο με το φως της αύρας τους
κι ας είναι τα πόδια τους τάφος.

Αϊβαλή Πατρίτσια, Πως η ζωή, Εκδοσεις Θράκα


Μπροστά η Φιλίτσα και πίσω εγώ, ανηφορίσαμε για το σπίτι.
Δεν βγάλαμε μιλιά σ' όλο τον δρόμο γιατί ένα πράγμα μόνο ήταν να πούμε κι αυτό δεν θα το λέγαμε ποτέ ο ένας στον άλλον, ποτέ πια όσο ζούσαμε, και πράγματι, ποτέ δεν το 'παμε. Μας έφτανε που, όταν θα ξημέρωνε η μέρα και θα πηγαίναμε στον μπακάλη με το δελτίο, θα παίρναμε τρεις μερίδες ψωμί κι όχι δύο [...].
Τίποτ' άλλο δεν θυμάμαι από κει και πέρα.
Ζήσαμε.

Ελισάβετ Χρονοπούλου, Ο έτερος εχθρός, Εκδόσεις Πόλις


Λέσχη Ανάγνωσης Φάλαινα
All rights reserved
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε